- ἀάσχετος
- ἄσχετοςnot to be checkedmasc/fem nom sg (epic)ἀάσχετοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀάσχετον — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc sg (epic) ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg (epic) ἀάσχετος masc/fem acc sg ἀάσχετος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… … Dictionary of Greek
ἀάσχετα — ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc pl (epic) ἀάσχετος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)